διαμαρτυρόμενος

διαμαρτυρόμενος
η , ο 1. протестантский;
2. (ο ) протестант

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διαμαρτυρόμενος" в других словарях:

  • διαμαρτυρόμενος — η, ο οπαδός του προτεσταντικού δόγματος, προτεστάντης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαμαρτυρόμενος — διαμαρτῡρόμενος , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγγλικανός — ή Διαμαρτυρόμενος που ανήκει στο δόγμα τής Αγγλικανικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Anglican] …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • καθυλακτώ — καθυλακτῶ, έω (AM) 1. υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω σε κάποιον («καθυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύρρον», Πλούτ.) 2. μτφ. φωνάζω διαμαρτυρόμενος ή κατηγορώντας χωρίς αιτία, αβάσιμα («ἔασον αὐτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῑν», Βασ.).… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • προτεστάντης — ο, θηλ. προτεστάντις και προτεστάντισσα, Ν ο οπαδός τού προτεσταντισμού, αλλ. διαμαρτυρόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. protestante < λατ. protestans, antis, μτχ. τού protestor «διακηρύσσω, μαρτυρώ» (πρβλ. ιταλ. protesto «διαμαρτύρομαι»). Η λ.,… …   Dictionary of Greek

  • προτεσταντισμός — Όρος που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις καθολικές χώρες, για να υποδηλώσει το σύνολο δογμάτων και όλες τις θρησκευτικές πίστεις, οι οποίες κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο προέρχονται από το κίνημα διαμαρτυρίας (protestatio = διαμαρτυρία) κατά της… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνέτσιος, Γιόχαν Μίκαελ — (Johan Michael Heineccius, 1674 – 1723). Γερμανός διαμαρτυρόμενος θεολόγος. Ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με την εξέταση των πραγμάτων της ελληνικής εκκλησίας. Καρπός των μελετών του ήταν η έκδοση στη Λειψία (το 1711) του βιβλίου του… …   Dictionary of Greek

  • Γκλάρους — (γερμ. Glarus, γαλλ. Glaris, ιταλ. Glarona). Καντόνι (685 τ. χλμ., 38.500 κάτ. το 2000) της Ελβετίας στο κεντροανατολικό τμήμα της χώρας. Το έδαφος είναι στο μεγαλύτερο μέρος ορεινό και αντιστοιχεί ακριβώς, εκτός από τη νοτιοδυτική γωνία, με τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»